Η ΔΕΥΤΗ ΦΑΛΛΑΓΗ

Απέριττος επικρωτικός
Και απαραίσθητος
Απεντοπώ ισίλειως
Αδημονώντας βιαστικά
Την υποδή του μάγματος
Κι ενώ σαφρίζει η αργή
Ιππίδωμαι να εργήνω
Την δεύτην φάλλαγην

Η ΔΕΥΤΗ ΦΑΛΛΑΓΗ

ΑΝΑΜΝΗΣΤΟ

Απρασιόξινη αρχή και λυποσύνης τέλος
Επαρήγορον δεστό σθένος με κλίνει
Ξαναριστά  ευτύχωσε και γλύστρισε εμπρόσθεν

Πριν μετά και μαύριο και τέλειο θολώθηκε
Στον Ασπασμό εμείνει άγιο
Μα το καλύτερο εφύγει

Δώσε να μη λιγεί – δώσε να μην εκκρίζει
Γιατί και πάλι ανάμνηστο
Στην άχνη πίσω ξάνα και θαλό Τώρα

Απ’ τις ημάς κλωστές
Ο πόθος του θεριεύει

ΑΝΑΜΝΗΣΤΟ

ΕΝ ΑΡΧΗΝ ΗΝ Η ΚΑΤΑΒΥΤΟΣ

Έχοντας προϋπαντήσει
Την υπέστατη Κατάβυτο
Κι έχοντας διαμηνύσει
Το Σουρμενά του Χόλυβα
Ιστορροπώ την ραπιντοφόρο γνώση
Στο κέλυφος της Αξουσίας

Σηριχμενώνοντας
Τη ρελαφή του άπειρου
Ιξισοπώ μια υπέρταντη μαντική ιχνογράφηση
Κλείνοντας τον ιστό του μαύριο
Σήμερα

Ρεστραπώ για την κατάπληξη
Και σιγοφαίνω μακρυά απο τις απουψίες

ΕΝ ΑΡΧΗΝ ΗΝ Η ΚΑΤΑΒΥΤΟΣ