Απέριττος επικρωτικός
Και απαραίσθητος
Απεντοπώ ισίλειως
Αδημονώντας βιαστικά
Την υποδή του μάγματος
Κι ενώ σαφρίζει η αργή
Ιππίδωμαι να εργήνω
Την δεύτην φάλλαγην
1999
ΑΝΑΜΝΗΣΤΟ
Απρασιόξινη αρχή και λυποσύνης τέλος
Επαρήγορον δεστό σθένος με κλίνει
Ξαναριστά ευτύχωσε και γλύστρισε εμπρόσθεν
Πριν μετά και μαύριο και τέλειο θολώθηκε
Στον Ασπασμό εμείνει άγιο
Μα το καλύτερο εφύγει
Δώσε να μη λιγεί – δώσε να μην εκκρίζει
Γιατί και πάλι ανάμνηστο
Στην άχνη πίσω ξάνα και θαλό Τώρα
Απ’ τις ημάς κλωστές
Ο πόθος του θεριεύει
ΕΝ ΑΡΧΗΝ ΗΝ Η ΚΑΤΑΒΥΤΟΣ
Έχοντας προϋπαντήσει
Την υπέστατη Κατάβυτο
Κι έχοντας διαμηνύσει
Το Σουρμενά του Χόλυβα
Ιστορροπώ την ραπιντοφόρο γνώση
Στο κέλυφος της Αξουσίας
Σηριχμενώνοντας
Τη ρελαφή του άπειρου
Ιξισοπώ μια υπέρταντη μαντική ιχνογράφηση
Κλείνοντας τον ιστό του μαύριο
Σήμερα
Ρεστραπώ για την κατάπληξη
Και σιγοφαίνω μακρυά απο τις απουψίες