Πριν από δέκα έτη
Σ’ ένα σταθμό λεωφορείων
Στο Λονδίνο
Αλλοδαπός
Όμως απόψε
Στο Λοτ Πενήντα Ένα
Στα Ιλίσια
Ημεδαπός
Πριν από δέκα έτη
Σ’ ένα σταθμό λεωφορείων
Στο Λονδίνο
Αλλοδαπός
Όμως απόψε
Στο Λοτ Πενήντα Ένα
Στα Ιλίσια
Ημεδαπός
Όμορφη μέρα πάλι
Που εγείρομαι ζωντανός
Ευγνωμονώ το φως
Τον καφέ ανυπομονώ
Ν’ απολαύσω·
Δεν ξέρω τι
Ενέργεια μού δίνει
Η όρεξη για ζωή
Η ανάγκη για δημιουργία
Ή το μίσος για τον Λιάγκα
Θα ‘ναι οκτώ απόψε
Που θα πέφτει η νύκτα στις σκιές
Γύρ’ απ’ τα νήον γράμματα
Και γύρω απ’ τις ματιές
Αχόρταγες και αβαθείς
Σαν τα νερά της Έλλης
Αφήσαμε τον πόλεμο
Και χάσαμε το μέλι
Σαν κανονικός άνθρωπος
Νορμάλ, φυσιολογικός
Με ανάγκες και όνειρα
Αληθινά και εφικτά
Δίκαια και νόμιμα
Όχι τίποτα τρέλες
Όχι τίποτα χαζά
Σαν κάτοικος μόνιμος
Και όχι επισκέπτης
Σαν κορυφαίος και πιο ίσος
Απ’ τους ίσους
Γιατί γεννήθηκα καλύτερος
Και όχι κατώτερος
Από φύση ή άποψη
Αυθεντικά ανώτερος
Αποδεδειγμένα άξιος
Εν δυνάμει αριστεύων
Αποκαμωμένος από προσπάθεια
Αλλά ζωντανός και ξύπνιος
Σαν άνθρωπος κανονικός
Φτερά πουλιών
Ράμφη χειλιών
Λόγια αντί φιλιών
Ουδέν κρυπτόν
Ή οριστικόν
Στον οίκο του Ατρέα
Μόνο το παρόν
Υπ’ όψιν έχε το και ίσως·
Αν δεν αλλάξει ο καιρός
Να πάρεις δρόμο φωτεινό
Στον οίκον που ‘χει ανοικτά
Παράθυρα και πόρτες
Κόκκινες τομάτες ντόπιες
Χωρίς πολλά πολλά·
Δεν είναι
τα πράγματα
όπως φαίνονται·
Αλλά εμείς
φερόμασθε σαν
να είναι
Σπίτι μπαρ και πάλι
Τετάρτη φλογερή
Κι άσε να λεν οι άλλοι
Πως είναι τυχεροί
Νομίζονε πως ξέρνε
Τα πάντα και το παν
Μα δεν έχον’ ιδέα
Ποιοί είναι και πού παν
Αλυχτάνε τα αθώα
Τώρα που λύκοι γίνανε
Και δεν μείνανε
Αγνά
Αφού τη νύκτα που ‘ρχεται
Τώρα πια ‘ργότερα
Ακούν κελεύσματα
Γνωστά
Στην άχνη της φλυσόβαντης
Μια σκιά γλυστρά
Πίσ’ απ’ τον τοίχο με τσι πετριές
Που ‘σκαψε η μπάμπω ένα τζάκι
Αερικό μονάχο σέρνεται κει
Κλίνει πάν’ απ’ τη φωτιά
Μέχρι να σβήσει να καεί
Ατμός να γίνει
Την αυγή